-
1 отрасль
о́трасл||ьж в разн. знач. ὁ κλάδος:\отрасльи промышленности οἱ κλάδοι τής βιομηχανίας· \отрасль науки ὁ κλάδος τής ἐπιστήμης. -
2 отдел
το τμήμα, το παράρτημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдел
-
3 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
4 область
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. περιοχή•северные -и европы οι βόρειες περιοχές της Ευρώπης.
|| διοικητική περιοχή•автономная область αυτόνομη περιοχή•
ленинградская область η περιοχή του Λένινγκραντ.
|| (προεπαν.) νομός.2. ζώνη•тропическая область εύκρατη ζώνη •область вечной мерзлоты κατεψυγμένη ζώνη.
3. (ανατ.) χώρα, χώρος•боль в -и сердца πόνος στην καρδιακή χώρα.
4. τομέας, κλάδος• σφαίρα•область в -и науки и техники στον τομέα της επιστήμης και της τεχνικής.
εκφρ.отойти в область предания ή воспоминаний и т. п. – ανάγομαι (ανήκω) στο παρελθόν, στην ιστορία, σβήνω, χάνομαι.